- ἀχολία
- ἀ-χολία, Mangel an Galle, Sanftmut
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αχολία — Η έλλειψη ή ελάττωση χολής. Η α. είναι σύμπτωμα ορισμένων παθήσεων, κυρίως των χοληφόρων οδών. Χαρακτηρίζεται από ίκτερο, υπέρχρωση των ούρων, αποχρωματισμό των κοπράνων (α. κοπράνων) κ.ά. * * * η (AM ἀχολία) [άχολος] νεοελλ. ελάττωση ή έλλειψη… … Dictionary of Greek